επιζάφελος

επιζάφελος
ἐπιζάφελος, -ον (Α)
1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον
με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το ζα αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης διά (πρβλ. ζα-χρηής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιζάφελος — vehement masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζαφελές — ἐπιζάφελος vehement masc/fem voc sg ἐπιζάφελος vehement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζάφελον — ἐπιζάφελος vehement masc/fem acc sg ἐπιζάφελος vehement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζαφελής — ἐπιζάφελος vehement masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζαφελῶς — ἐπιζάφελος vehement adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάφελος — ζάφελος, ον (Α) ζαφελής*, ορμητικός («πυρός ζαφέλοιο», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού επιζάφελος χωρίς την πρόθεση επί και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το ζα είναι αιολική μορφή τού δια ] …   Dictionary of Greek

  • gʷhel- —     gʷhel     English meaning: to wish     Deutsche Übersetzung: “wollen”     Material: Gk. θέλω, ἐ θέλω (to prefix s. ē̆ , ŏ particle) “will, wũnsche”, changing through ablaut φαλίζει θέλει Hes.; ἐπιζάφελος “violent”; O.N. gildra f.; gildri n …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”