- επιζάφελος
- ἐπιζάφελος, -ον (Α)1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.)2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελονμε μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το ζα αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης διά (πρβλ. ζα-χρηής)].
Dictionary of Greek. 2013.